- μόλσον
- μόλσον· σελίνου καυλός, καὶ ἄνθος, οἱ δὲ τὴν ὑποφυάδα, Hsch. [full] μόλσος· ὁ δῆμος ([dialect] Aeol.), Id.; but,A = δήμιος, Hdn.Gr.1.207. [full] μολτύους· τὰ κοκκύμηλα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόλσον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σελίνου καυλός, καὶ ἄνθος, οἱ δὲ τὴν ὑποφυάδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek